-
1 κατίσχω
A hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321;τὰς νέας Hdt.2.115
;θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν h.Hom. 8.14
:—[voice] Med., keep by one,γυναῖκα νέην.., ἥν τ' αὐτὸς.. κατίσχεαι Il. 2.233
.II possess, occupy,οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Od.9.122
, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA 626b18.III = κατέχω A. IV,ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι Od.11.456
, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57.IV intr., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν the light comes down from heaven, Hdt.3.28.2 of ships, put in, Th.7.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατίσχω
См. также в других словарях:
κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… … Dictionary of Greek